Μπρέγκελ

Μπρέγκελ
(Bruegel ή Brueghel). Επώνυμο οικογένειας Φλαμανδών ζωγράφων και χαρακτών. Βλ. λ. Μπρίγκελ. «Η Αγία Οικογένεια με διάφορα ζώα», έργο του Φλαμανδού ζωγράφου Γιαν Μπρέγκελ (Ντόρια Παμφίλι, Ρώμη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας …   Dictionary of Greek

  • φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • Άβερκαμπ, Χέντρικ — (Hendrik Avercamp, Άμστερνταμ 1585 – Κάμπεν 1663;).Ολλανδός ζωγράφος. Έζησε περισσότερο στο Κάμπεν, που το ζωγράφισε σ’ έναν από τους τελευταίους πίνακές του με τίτλο Χειμώνας.Η ζωή του ήταν πολυτάραχη. Ζωγράφιζε κατά προτίμηση χειμωνιάτικα τοπία …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… …   Dictionary of Greek

  • Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης — (Metropolitan Museum). Ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη το 1870 και περιελάμβανε αρχικά μόνο λίγα έργα, κυρίως Ολλανδών και Φλαμανδών καλλιτεχνών καθώς και τη συλλογή κυπριακών αρχαιοτήτων του Τσεσνόλα. Αργότερα, ιδιαίτερα τον 20ό αι. το μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • Μπος, Ιερώνυμος — (Hieronymus Bosch, Χερτόγκενμπος περ. 1450 – 1516). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ολλανδού ζωγράφου Χιερόνιμους Βαν Έκεν (Hieronymus van Aecken). Οι ελάχιστες πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτόν εξανάγκασαν τους ιστορικούς να καταφύγουν μόνο στα έργα …   Dictionary of Greek

  • Μπρε, ντε- — (de Bray). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών ζωγράφων.1. Γιαν (Jan, 1627; – 1697). Γιος και μαθητής του Σαλομόν (βλ. 2.). Εργάστηκε στο Χάαρλεμ και επηρεάστηκε στην τεχνοτροπία του από τους ζωγράφους Χελστ και Χαλς. Τα καλύτερα του έργα είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”